αδελέαστος

αδελέαστος
-η, -ο [δελεάζω]
1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος
2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδελέαστος — η, ο αυτός που δεν εξαπατιέται με υποσχέσεις, αμερόληπτος: Έμεινε αδελέαστος από τις συμφέρουσες, αλλά όχι έντιμες προτάσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά …   Dictionary of Greek

  • ασαγήνευτος — η, ο (AM ἀσαγήνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ νεοελλ. 1. ο ασυγκίνητος 2. ο αδελέαστος …   Dictionary of Greek

  • ασαγήνευτος — η, ο αυτός που δεν πιάστηκε στο δίχτυ, αδελέαστος, ασυγκίνητος: Κανείς δεν έμεινε ασαγήνευτος από την ομορφιά της γυναίκας αυτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”